- χηλαργός
- -όν, και χήλαργος, -ον, και δωρ. τ. χαλαργός -όν και χάλαργος, -ον, Α1. (για ίππο) αυτός που έχει γρήγορες οπλές, γοργά πόδια, γοργοπόδαρος («ἦ καὶ χαλάργοις ἐν ἁμίλλαις οὕτως», Σοφ.)2. (κατά τον Ησύχ.) «χαλαργούςτὰ ἄκρα τῶν ποδῶν τῶν ὀνύχων, οἷον ποδαργούς, ἤ ταχύποδας».[ΕΤΥΜΟΛ. < χηλή /χαλά «οπλή» + ἀργός (Ι) «ταχύς, λευκός, στιλπνός»].
Dictionary of Greek. 2013.